- νῆσσαν
- νῆτταduckfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νήσσα — η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα) γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια νεοελλ. φρ. «ποιεί την νήσσαν» υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι … Dictionary of Greek